- σάρκωση
- η1. ανάπτυξη σάρκας, σαρκοφυΐα.2. ενσάρκωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σάρκωση — η / σάρκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σαρκῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρκώνω, σαρκοπλασία νεοελλ. μσν. εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) ενσάρκωση αρχ. 1. σαρκώδες βλάστημα στη μύτη, σάρκωμα 2. πολυσαρκία … Dictionary of Greek
παυλιανισμός — ὁ, Μ τα δόγματα και η αίρεση τών Παυλι(κι)ανών, η αίρεση τού Παύλου τού Σαμοσατέως κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα, η οποία δεχόταν την ύπαρξη δύο θεών, αγαθού και κακού, απέρριπτε την τριαδικότητα τού Θεού και την πραγματική σάρκωση τού Χριστού και… … Dictionary of Greek
συσσαρκώνομαι — συσσαρκοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σαρκοῦμαι, ώνομαι] (ιδίως για τραύμα) καλύπτομαι ολόγυρα με σάρκα, ενώνομαι με σάρκα, θρέφω μσν. (σπαν. ενεργ.) συσσαρκῶ, όω κάνω κάτι να καλυφθεί με σάρκα ολόγυρα αρχ. συνδέομαι με σάρκωση … Dictionary of Greek